καταναλίσκει

καταναλίσκει
κατανᾱλίσκει , καταναλίσκω
use up
pres ind mp 2nd sg
κατανᾱλίσκει , καταναλίσκω
use up
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδηφάγος — Ονομασία γένους σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών. Ζουν στη Σιβηρία, στον Καναδά, στην Αλάσκα και στην Αρκτική περιοχή. Παλαιότερα ζούσαν και σε νοτιότερες περιοχές της Ευρώπης, σήμερα όμως ελάχιστα υπάρχουν στη Σκανδιναβική… …   Dictionary of Greek

  • αναλωτής — ο (Α ἀναλωτής) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει, που καταναλίσκει νεοελλ. αγοραστής, καταναλωτής, πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω. ΠΑΡ. αναλωτικός] …   Dictionary of Greek

  • αναλωτικός — ή, ό (Α ἀναλωτικός, ή, όν) [ἀναλωτής] αυτός που προκαλεί δαπάνες, δαπανηρός, πολυδάπανος νεοελλ. αυτός που καταναλίσκει, καταναλωτικός, αγοραστικός …   Dictionary of Greek

  • δαπανητικός — δαπανητικός, ή, όν (Α) [δαπανώ] Ι. 1. όποιος δαπανά ή καταναλίσκει κάτι 2. σπάταλος 3. το ουδ. ως ουσ. το δαπανητικόν καταστροφή, φθορά II. επίρρ. δαπανητικῶς με τρόπο δαπανηρό, με μεγάλες δαπάνες, άσωτα …   Dictionary of Greek

  • ημιβατικός — ή, ό (για ηλεκτρικό λαμπτήρα) αυτός που καταναλίσκει μισό βατ κατά κηρίο φωτεινής ισχύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βατ ικός (< βατ, μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. watt)] …   Dictionary of Greek

  • κατανάλωτος — κατανάλωτος, ον (Α) [καταναλίσκω] αυτός που έχει τη δυνατότητα να καταναλίσκει …   Dictionary of Greek

  • καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… …   Dictionary of Greek

  • καταναλωτής — ο, θηλ. καταναλώτρια αυτός που καταναλίσκει προϊόν ή εμπόρευμα, ο αγοραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταναλίσκω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ε. Α. Σίμο] …   Dictionary of Greek

  • καφεϊνομανής — ές αυτός που καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες καφεΐνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφεΐνη + μανής (< μαίνομαι «είμαι μανιώδης»), πρβλ. ναρκο μανής, οπιο μανής] …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”